Άδα

Άδα
(4ος αι. π.Χ.). Κόρη του σατράπη της Καρίας Εκατόμνου, σύζυγος του αδελφού της Ιδριέα. Έγινε βασίλισσα μετά τον θάνατο του Ιδριέα, αλλά την εκθρόνισε o Οθωντόπατος, γαμπρός του Πιξωδάρου, που ήταν και αυτός αδελφός της Ά. Η Ά. πήγε τότε στην Αλίνδα, στο εσωτερικό της Καρίας, όπου συνάντησε τον Μέγα Αλέξανδρο, που μόλις είχε εισβάλει σε αυτά τα μέρη. Η Ά. του υποσχέθηκε να τον βοηθήσει να κατακτήσει την Καρία, λέγοντάς του πως το όνομά της και μόνο ήταν αρκετό για να τον κάνει να αποκτήσει παντού φίλους. Διαβεβαίωσε πως οι εύποροι κάτοικοι της χώρας, δυσαρεστημένοι από τις σχέσεις τους με τους Πέρσες, θα έπαιρναν αμέσως το μέρος του, γιατί, όπως o άντρας και αδελφός της, δεν είχε πάψει και εκείνη vα αγωνίζεται υπέρ της Ελλάδας και εναντίον των καταπιεστών. Παρακάλεσε τον βασιλιά να δεχτεί να τον υιοθετήσει, ως δείγμα της ειλικρίνειάς της. Ο Αλέξανδρος δεν αρνήθηκε και της ξανάδωσε τη σατραπεία της Αλίνδας. Οι Κάρες υποτάχθηκαν πρόθυμα στον Αλέξανδρο και εκείνος αποκατέστησε τις παλιές τους δημοκρατίες, τους παραχώρησε αυτονομία και τους απάλλαξε από κάθε φόρο. Λέγεται πως η Ά. έστειλεστον Αλέξανδρο τους καλύτερους μάγειρους και οψοποιούς με άφθονα και εκλεκτά φαγητά. Εκείνος όμως, που ήταν εξαιρετικά λιτοδίαιτος, δεν δέχτηκε τίποτα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Ἄδα — Ἄδᾱ , Ἄδα fem nom/voc/acc dual Ἄδα fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ᾅδα — ᾅδᾱ , ᾅδης ao masc nom/voc/acc dual ᾅδᾱ , ᾅδης ao masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • .άδα — ἅδᾱ , ἅδος satiety neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ᾅδᾳ — ᾅδᾱͅ , ᾅδης ao masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -άδα — (I) παραγωγική κατάληξη από αρχαία ουσιαστικά σε άς, άδος. Στα παράγωγα αυτά η κατάληξη τής αιτιατικής επεκτάθηκε αναλογικά στην ονομαστική, όπως: αγελάς την αγελάδα η αγελάδα, η φορβάς την φορβάδα η φορ(β)άδα, η κοιλάς την κοιλάδα η κοιλάδα κ.λπ …   Dictionary of Greek

  • Ἄδᾳ — Ἄδαι , Ἄδα fem nom/voc pl Ἄδᾱͅ , Ἄδα fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άδα — (ada). Ονομασία γένους μονοκότυλων φυτών της οικογένειας των ορχεϊδών, που περιλαμβάνει δύο μόνο είδη, ιθαγενή των Κολομβιανών Άνδεων. Είναι φυτά ποώδη, με μακρουλούς ψευτοβολβούς και άνθη που εμφανίζονται στην κορυφή ενός άφυλλου στελέχους. Από… …   Dictionary of Greek

  • Μεγάλη Άδα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 420 μ., 9 κάτ.) στην πρώην επαρχία Κομοτηνής του νομού Ροδόπης. Βρίσκεται σε απόσταση 25 χλμ. ΒΑ της Κομοτηνής. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κομοτηνής …   Dictionary of Greek

  • Ὦδ' — Ἄδα , Ἄδα fem nom/voc sg Ἄδαι , Ἄδα fem nom/voc pl Ἄδᾱͅ , Ἄδα fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἄδας — Ἄδᾱς , Ἄδα fem acc pl Ἄδᾱς , Ἄδα fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”